Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχόω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψήχω
View word page
κατάχυσμα
κατάχυσμαατοςn sauce poured over a dish of foodgravy, sauceAr. pl.confetti of nuts and fruit showered over a bride or new slaveAr. D.

ShortDef

that which is poured over, sauce

Debugging

Headword:
κατάχυσμα
Headword (normalized):
κατάχυσμα
Headword (normalized/stripped):
καταχυσμα
IDX:
21962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21963
Key:
κατάχυσμα

Data

{'headword_display': '<b>κατάχυσμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάχυσμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>sauce poured over a dish of food</Def><Tr>gravy, sauce</Tr><Au>Ar.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>confetti of nuts and fruit showered over a bride or new slave</Def><Au>Ar. D.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'κατάχυσμα'}