Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχόω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
View word page
καταχύδην
καταχύδηνadvκαταχέω copiouslyref. to drinkingAnacr.

ShortDef

pouring down, profusely

Debugging

Headword:
καταχύδην
Headword (normalized):
καταχύδην
Headword (normalized/stripped):
καταχυδην
IDX:
21961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21962
Key:
καταχύδην

Data

{'headword_display': '<b>καταχύδην</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>καταχύδην</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>καταχέω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>copiously</Tr><ModVb>ref. to drinking<Au>Anacr.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'καταχύδην'}