Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀχᾱ́νη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστίᾱ
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
ἀχείμαντος
ἀχείματος
ἄχειρ
ἀχειροποίητος
ἀχείρωτος
Ἀχελῷος
ἄχερδος
Ἀχερδούσιος
ἀχέρνιπτος
ἀχερωίς
Ἀχέρων
ᾱ̓χέτᾱς
View word page
ἀ-χείματος
χείματοςονadjχεῖμα of a seafareruntroubled by stormsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχείματος
Headword (normalized):
ἀχείματος
Headword (normalized/stripped):
αχειματος
IDX:
2195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2196
Key:
ἀχείματος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-χείματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>χείματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χεῖμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a seafarer</Indic><Tr>untroubled by storms</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀχείματος'}