Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχήνη
καταχηρεύω
κατᾱχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχόω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
View word page
κατά-χρεος
κατάχρεοςονadjχρέος in debt, owing moneyPlb.

ShortDef

involved in debt

Debugging

Headword:
κατάχρεος
Headword (normalized):
κατάχρεος
Headword (normalized/stripped):
καταχρεος
IDX:
21958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21959
Key:
κατάχρεος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-χρεος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>χρεος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χρέος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>in debt, owing money</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάχρεος'}