Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
κατᾱχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχόω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
View word page
κατα-χρέμπτομαι
καταχρέμπτομαιmid.vb of a Musespit onw.gen.sub-standard chorus directorsAr.

ShortDef

to spit upon

Debugging

Headword:
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized):
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχρεμπτομαι
IDX:
21957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21958
Key:
καταχρέμπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χρέμπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>χρέμπτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a Muse</Indic><Tr>spit on</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>sub-standard chorus directors<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταχρέμπτομαι'}