Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
κατᾱχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχόω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
View word page
κατα-χορδεύω
καταχορδεύωvb fig., of a deranged mancut up as if sausagesslice into pieceshis bellyHdt.

ShortDef

to mince up as for a sausage

Debugging

Headword:
καταχορδεύω
Headword (normalized):
καταχορδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταχορδευω
IDX:
21952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21953
Key:
καταχορδεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χορδεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>χορδεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a deranged man</Indic><Def>cut up as if sausages</Def><Tr>slice into pieces</Tr><Obj>his belly<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταχορδεύω'}