Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
κατᾱχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχόω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
View word page
κατα-χηρεύω
καταχηρεύωvb spend in prolonged widowhoodone's lifeD.

ShortDef

to pass in widowhood

Debugging

Headword:
καταχηρεύω
Headword (normalized):
καταχηρεύω
Headword (normalized/stripped):
καταχηρευω
IDX:
21949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21950
Key:
καταχηρεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χηρεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>χηρεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>spend in prolonged widowhood</Tr><Obj>one's life<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταχηρεύω'}