Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
κατᾱχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
καταχορηγέω
καταχόω
View word page
κατα-χείριος
καταχείριοςονadj of an oarfitting the handsAR.

ShortDef

fitting the hand

Debugging

Headword:
καταχείριος
Headword (normalized):
καταχείριος
Headword (normalized/stripped):
καταχειριος
IDX:
21944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21945
Key:
καταχείριος

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χείριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>χείριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an oar</Indic><Tr>fitting the hands</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταχείριος'}