Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
κατᾱχής
καταχθόνιος
καταχορδεύω
View word page
κατάχαρμα
κατάχαρμαατοςnκαταχαίρω ref. to a personsource of gloatingfor one's enemiesThgn.

ShortDef

a mockery

Debugging

Headword:
κατάχαρμα
Headword (normalized):
κατάχαρμα
Headword (normalized/stripped):
καταχαρμα
IDX:
21942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21943
Key:
κατάχαρμα

Data

{'headword_display': '<b>κατάχαρμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κατάχαρμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καταχαίρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to a person</Indic><Tr>source of gloating<Expl>for one's enemies</Expl></Tr><Au>Thgn.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κατάχαρμα'}