Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
κατᾱχής
View word page
κατά-χαλκος
κατάχαλκοςονadjχαλκός of a shieldcovered with bronzeE.fig., of a plain, i.e. full of armed warriorsE.

ShortDef

overlaid with brass

Debugging

Headword:
κατάχαλκος
Headword (normalized):
κατάχαλκος
Headword (normalized/stripped):
καταχαλκος
IDX:
21940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21941
Key:
κατάχαλκος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-χαλκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>χαλκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χαλκός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a shield</Indic><Tr>covered with bronze</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>fig., of a plain, i.e. full of armed warriors</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κατάχαλκος'}