Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
View word page
κατα-χαλκόομαι
καταχαλκόομαιmid.contr.vb fig., of a person, envisaged as a ramhavew.acc.one's hornscovered with bronzeto armour themHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταχαλκόομαι
Headword (normalized):
καταχαλκόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχαλκοομαι
IDX:
21939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21940
Key:
καταχαλκόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χαλκόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>χαλκόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a person, envisaged as a ram</Indic><Tr>have<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>one's horns</Prnth>covered with bronze<Expl>to armour them</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'καταχαλκόομαι'}