Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
καταχήνη
View word page
κατα-χαλκεύομαι
καταχαλκεύομαιpass.vb of ironbe beatenworkedby a blacksmithPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταχαλκεύομαι
Headword (normalized):
καταχαλκεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχαλκευομαι
IDX:
21938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21939
Key:
καταχαλκεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χαλκεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>χαλκεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of iron</Indic><Tr>be beaten<or/>worked<Expl>by a blacksmith</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταχαλκεύομαι'}