Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφρῡ́γω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
καταχέω
View word page
κατα-χαίρω
καταχαίρωvb rejoice in spiteful triumphat a people's plightHdt.exult overw.dat.a captive enemyHdt.

ShortDef

to exult over

Debugging

Headword:
καταχαίρω
Headword (normalized):
καταχαίρω
Headword (normalized/stripped):
καταχαιρω
IDX:
21937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21938
Key:
καταχαίρω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χαίρω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>χαίρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>rejoice in spiteful triumph<Expl>at a people's plight</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au><vS2><Tr>exult over</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a captive enemy<Au>Hdt.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταχαίρω'}