Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφροντίζω
καταφρῡ́γω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχέζω
καταχείριος
καταχειροτονέω
καταχειροτονίᾱ
View word page
κατάφωρος
κατάφωροςονadj of a personunmasked, exposedw.gen.in one's true opinionsPlu.

ShortDef

detected: manifest

Debugging

Headword:
κατάφωρος
Headword (normalized):
κατάφωρος
Headword (normalized/stripped):
καταφωρος
IDX:
21936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21937
Key:
κατάφωρος

Data

{'headword_display': '<b>κατάφωρος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>κατάφωρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>unmasked, exposed<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in one's true opinions</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'κατάφωρος'}