Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρῡ́γω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
View word page
κατα-φυλλοροέω
καταφυλλοροέωdial.contr.vbφυλλορροέω fig., of an athlete's fame, envisaged as a victor's wreathshed leaveslose verdancyPi.

ShortDef

to shed the leaves

Debugging

Headword:
καταφυλλοροέω
Headword (normalized):
καταφυλλοροέω
Headword (normalized/stripped):
καταφυλλοροεω
IDX:
21932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21933
Key:
καταφυλλοροέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-φυλλοροέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>φυλλοροέω</HL><PS>dial.contr.vb</PS><Ety><Ref>φυλλορροέω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>fig., of an athlete's fame, envisaged as a victor's wreath</Indic><Def>shed leaves</Def><Tr>lose verdancy</Tr><Au>Pi.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'καταφυλλοροέω'}