Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρῡ́γω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
καταχαίρω
καταχαλκεύομαι
καταχαλκόομαι
κατάχαλκος
καταχαρίζομαι
View word page
κατα-φυλάσσω
καταφυλάσσωvb watch closely, monitorsomeone's stepsAr.dub., see παραφυλάσσω 3

ShortDef

watch, guard well

Debugging

Headword:
καταφυλάσσω
Headword (normalized):
καταφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταφυλασσω
IDX:
21931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21932
Key:
καταφυλάσσω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-φυλάσσω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>φυλάσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>watch closely, monitor</Tr><Obj>someone's steps<Au>Ar.<LblR>dub., see <Gr>παραφυλάσσω</Gr> 3</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταφυλάσσω'}