Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφορᾱ́
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσομαι
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρῡ́γω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφωράω
κατάφωρος
View word page
κατα-φροντίζω
καταφροντίζωvb think awayone's cloaki.e. forfeit it to sophists, in return for instruction in thinkingAr.

ShortDef

think away; study down the drain

Debugging

Headword:
καταφροντίζω
Headword (normalized):
καταφροντίζω
Headword (normalized/stripped):
καταφροντιζω
IDX:
21926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21927
Key:
καταφροντίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-φροντίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>φροντίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>think away</Tr><Obj>one's cloak<Expl>i.e. forfeit it to sophists, in return for instruction in thinking</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταφροντίζω'}