Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορᾱ́
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσομαι
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφροντίζω
καταφρῡ́γω
καταφυγγάνω
καταφυγή
καταφῡλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
View word page
καταφρόνημα
καταφρόνημαατοςn disdain, contemptTh.

ShortDef

contempt

Debugging

Headword:
καταφρόνημα
Headword (normalized):
καταφρόνημα
Headword (normalized/stripped):
καταφρονημα
IDX:
21922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21923
Key:
καταφρόνημα

Data

{'headword_display': '<b>καταφρόνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταφρόνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>disdain, contempt</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταφρόνημα'}