Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορᾱ́
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορᾱ́
καταφορέω
καταφράζω
κατάφρακτος
καταφράσσομαι
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητής
View word page
κατα-φοιτάω
καταφοιτάωcontr.vb of lionsregularly venture downfr. the hills, to prey on an armyHdt.

ShortDef

to come down constantly

Debugging

Headword:
καταφοιτάω
Headword (normalized):
καταφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
καταφοιταω
IDX:
21914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21915
Key:
καταφοιτάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-φοιτάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>φοιτάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of lions</Indic><Tr>regularly venture down<Expl>fr. the hills, to prey on an army</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταφοιτάω'}