Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταφανής
κατάφαρκτος
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
κατάφευξις
κατάφημι
καταφημίζω
καταφθατέομαι
καταφθείρω
καταφθινύθω
καταφθίνω
καταφθορᾱ́
καταφιλέω
καταφλέγω
καταφοβέω
View word page
κατάφευξις
κατάφευξιςεωςf flight to safetyby shipsTh.

ShortDef

flight for refuge

Debugging

Headword:
κατάφευξις
Headword (normalized):
κατάφευξις
Headword (normalized/stripped):
καταφευξις
IDX:
21902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21903
Key:
κατάφευξις

Data

{'headword_display': '<b>κατάφευξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάφευξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>flight to safety<Expl>by ships</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάφευξις'}