Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
View word page
ἀποπομπή
ἀποπομπήῆςfἀποπέμπω sending awayw.gen.of hostile gods, fr. one's cityIsoc.

ShortDef

a sending away: getting rid

Debugging

Headword:
ἀποπομπή
Headword (normalized):
ἀποπομπή
Headword (normalized/stripped):
αποπομπη
IDX:
218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-219
Key:
ἀποπομπή

Data

{'headword_display': '<b>ἀποπομπή</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀποπομπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀποπέμπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sending away<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of hostile gods, fr. one's city</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀποπομπή'}