Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταυδάω
καταῦθι
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυτόθι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
κατεφᾱ́μιξα
καταφανής
κατάφαρκτος
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφατίζω
καταφαυλίζω
καταφερής
καταφέρω
καταφεύγω
κατάφευξις
κατάφημι
View word page
κατάφαρκτος
κατάφαρκτοςAtt.adjseeκατάφρακτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάφαρκτος
Headword (normalized):
κατάφαρκτος
Headword (normalized/stripped):
καταφαρκτος
IDX:
21893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21894
Key:
κατάφαρκτος

Data

{'headword_display': '<b>κατάφαρκτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατάφαρκτος</HL><PS>Att.adj</PS></HG><XR>see<Ref>κατάφρακτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατάφαρκτος'}