Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατατρῡ́χω
κατατρώγω
κατατρωματίζω
κατατυγχάνω
καταυγασμοί
καταυδάω
καταῦθι
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυτόθι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
κατεφᾱ́μιξα
καταφανής
κατάφαρκτος
καταφαρμακεύω
καταφαρμάσσω
κατάφασις
καταφατίζω
καταφαυλίζω
View word page
κατ-αυχέω
καταυχέωcontr.vb of a commanderexultw.dat.in the number of his shipsA.

ShortDef

to exult

Debugging

Headword:
καταυχέω
Headword (normalized):
καταυχέω
Headword (normalized/stripped):
καταυχεω
IDX:
21888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21889
Key:
καταυχέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αυχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αυχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Tr>exult</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in the number of his ships<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταυχέω'}