Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατριᾱκοντουτίζω
κατατρῑ́βω
κατατρῡ́ομαι
κατατρῡ́χω
κατατρώγω
κατατρωματίζω
κατατυγχάνω
καταυγασμοί
καταυδάω
καταῦθι
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυτόθι
καταυχέω
καταφαγεῖν
καταφαίνω
κατεφᾱ́μιξα
καταφανής
View word page
κατ-αυγασμοί
καταυγασμοίῶνm.plαὐγάζω shiningsof the moon, ref. to its phasesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταυγασμοί
Headword (normalized):
καταυγασμοί
Headword (normalized/stripped):
καταυγασμοι
IDX:
21882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21883
Key:
καταυγασμοί

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αυγασμοί</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατ<hyph/>αυγασμοί</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>αὐγάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shinings<Expl>of the moon, ref. to its phases</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταυγασμοί'}