Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζομαι
κατατολμάω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατριᾱκοντουτίζω
κατατρῑ́βω
κατατρῡ́ομαι
κατατρῡ́χω
κατατρώγω
κατατρωματίζω
κατατυγχάνω
καταυγασμοί
καταυδάω
καταῦθι
καταυλέω
καταυλίζομαι
καταυτόθι
View word page
κατα-τρῡ́ομαι
κατατρῡ́ομαιpass.vbpf.
κατατέτρῡμαι
of horsesbe worn outw. ὑπό + gen.by a journeyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατρῡ́ομαι
Headword (normalized):
κατατρῡ́ομαι
Headword (normalized/stripped):
κατατρυομαι
IDX:
21877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21878
Key:
κατατρῡ́ομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-τρῡ́ομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>τρῡ́ομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.</Lbl><Form>κατατέτρῡμαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of horses</Indic><Tr>be worn out</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ὑπό</Ref> + gen.</GLbl>by a journey<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατατρῡ́ομαι'}