Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζομαι
κατατολμάω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατριᾱκοντουτίζω
κατατρῑ́βω
κατατρῡ́ομαι
κατατρῡ́χω
κατατρώγω
κατατρωματίζω
κατατυγχάνω
View word page
κατατομή
κατατομήῆςfκατατέμνω cut-away arearecessref. to part of an auditoriumHyp.

ShortDef

abscission, concision

Debugging

Headword:
κατατομή
Headword (normalized):
κατατομή
Headword (normalized/stripped):
κατατομη
IDX:
21871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21872
Key:
κατατομή

Data

{'headword_display': '<b>κατατομή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατατομή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατατέμνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>cut-away area</Def><Tr>recess<Expl>ref. to part of an auditorium</Expl></Tr><Au>Hyp.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'κατατομή'}