Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζομαι
κατατολμάω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατριᾱκοντουτίζω
κατατρῑ́βω
κατατρῡ́ομαι
κατατρῡ́χω
κατατρώγω
View word page
κατα-τοκίζομαι
κατατοκίζομαιpass.vb be bankrupted by interest paymentsArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατοκίζομαι
Headword (normalized):
κατατοκίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατατοκιζομαι
IDX:
21869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21870
Key:
κατατοκίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-τοκίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>τοκίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be bankrupted by interest payments</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατατοκίζομαι'}