Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζομαι
κατατολμάω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
κατατρέχω
κατατριᾱκοντουτίζω
κατατρῑ́βω
κατατρῡ́ομαι
View word page
κατατίλλω
κατατίλλωvbseeτίλλω 6

ShortDef

pull to pieces

Debugging

Headword:
κατατίλλω
Headword (normalized):
κατατίλλω
Headword (normalized/stripped):
κατατιλλω
IDX:
21867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21868
Key:
κατατίλλω

Data

{'headword_display': '<b>κατατίλλω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατατίλλω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>τίλλω</Ref> 6</XR> </XE>', 'key': 'κατατίλλω'}