Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζομαι
κατατολμάω
κατατομή
κατατοξεύω
κατατραυματίζω
View word page
κατα-τετραίνομαι
κατατετραίνομαιpass.vb of cavities in the lungsbe full of holesbe porousPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατετραίνομαι
Headword (normalized):
κατατετραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατατετραινομαι
IDX:
21863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21864
Key:
κατατετραίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-τετραίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>τετραίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of cavities in the lungs</Indic><Def>be full of holes</Def><Tr>be porous</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατατετραίνομαι'}