Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζομαι
κατατολμάω
View word page
κατατεθαρρηκότως
κατατεθαρρηκότωςAtt.pf.ptcpl.advsee underκαταθαρρέω

ShortDef

boldly, confidently

Debugging

Headword:
κατατεθαρρηκότως
Headword (normalized):
κατατεθαρρηκότως
Headword (normalized/stripped):
κατατεθαρρηκοτως
IDX:
21860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21861
Key:
κατατεθαρρηκότως

Data

{'headword_display': '<b>κατατεθαρρηκότως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατατεθαρρηκότως</HL><PS>Att.pf.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>καταθαρρέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατατεθαρρηκότως'}