Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
κατατίλλω
κατατιτρώσκω
κατατοκίζομαι
View word page
κατα-ταχέω
καταταχέωcontr.vbτάχος moveact quicklyPlb.be quick enough, be in timePlb.w.ptcpl.for doing sthg.Plb.tr.be quicker thanothersPlb.

ShortDef

accelerate

Debugging

Headword:
καταταχέω
Headword (normalized):
καταταχέω
Headword (normalized/stripped):
καταταχεω
IDX:
21859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21860
Key:
καταταχέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ταχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ταχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>τάχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>move<or/>act quickly</Tr><Au>Plb.</Au><vS2><Tr>be quick enough, be in time</Tr><Au>Plb.</Au><Cmpl><GLbl>w.ptcpl.</GLbl>for doing sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl></vS2><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>be quicker than</Tr><Obj>others<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καταταχέω'}