Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
κατατίλλω
View word page
κατάτασις
κατάτασιςεωςfκατατείνω act of spreading outspreadingof liquid, over a flat surfacePl.

ShortDef

stretching

Debugging

Headword:
κατάτασις
Headword (normalized):
κατάτασις
Headword (normalized/stripped):
κατατασις
IDX:
21857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21858
Key:
κατάτασις

Data

{'headword_display': '<b>κατάτασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάτασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατατείνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of spreading out</Def><Tr>spreading<Expl>of liquid, over a flat surface</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάτασις'}