Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
κατατίθημι
κατατῑλάω
View word page
κατα-τανύω
κατατανύωvbep.3pl.aor.
καττάνυσαν
of sailorstightenthe sheetshHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατανύω
Headword (normalized):
κατατανύω
Headword (normalized/stripped):
κατατανυω
IDX:
21856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21857
Key:
κατατανύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-τανύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>τανύω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.aor.</Lbl><Form>καττάνυσαν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of sailors</Indic><Tr>tighten</Tr><Obj>the sheets<Au>hHom.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατατανύω'}