Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
κατατέμνω
κατατετραίνομαι
κατατήκω
View word page
κατατᾱ́κω
κατατᾱ́κωdial.vbseeκατατήκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατατᾱ́κω
Headword (normalized):
κατατᾱ́κω
Headword (normalized/stripped):
κατατακω
IDX:
21854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21855
Key:
κατατᾱ́κω

Data

{'headword_display': '<b>κατατᾱ́κω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατατᾱ́κω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>κατατήκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατατᾱ́κω'}