Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
κατατάττω
καταταχέω
κατατεθαρρηκότως
κατατείνω
View word page
κατα-σχολάζω
κατασχολάζωvb lag behindw.gen.a due timeS. spend in leisureone's timePlu.

ShortDef

to pass the time in idleness

Debugging

Headword:
κατασχολάζω
Headword (normalized):
κατασχολάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασχολαζω
IDX:
21851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21852
Key:
κατασχολάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σχολάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σχολάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lag behind</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a due time<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>spend in leisure</Tr><Obj>one's time<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κατασχολάζω'}