Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
κατάτασις
View word page
κατάσχετος
κατάσχετοςονadj of intentionsheld backi.e. kept secretS.of personspossessedw.dat.by Bacchic frenzy, a fixationPlu.

ShortDef

held back

Debugging

Headword:
κατάσχετος
Headword (normalized):
κατάσχετος
Headword (normalized/stripped):
κατασχετος
IDX:
21847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21848
Key:
κατάσχετος

Data

{'headword_display': '<b>κατάσχετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάσχετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of intentions</Indic><Tr>held back<Expl>i.e. kept secret</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>possessed<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by Bacchic frenzy, a fixation</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάσχετος'}