Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
κατατανύω
View word page
κατάσχεσις
κατάσχεσιςεωςfκατέχω appropriationof territoryNT.dispossessionof peoples, i.e. appropriation of their territoryNT.

ShortDef

holding back, restraining, retention

Debugging

Headword:
κατάσχεσις
Headword (normalized):
κατάσχεσις
Headword (normalized/stripped):
κατασχεσις
IDX:
21846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21847
Key:
κατάσχεσις

Data

{'headword_display': '<b>κατάσχεσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάσχεσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>appropriation<Expl>of territory</Expl></Tr><Au>NT.</Au><nS2><Tr>dispossession<Expl>of peoples, i.e. appropriation of their territory</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατάσχεσις'}