Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
κατατάμνω
View word page
κατασχεθεῖν
κατασχεθεῖν
ep.aor.2 inf.
see
κατέχω
ShortDef
to hold back
Debugging
Headword:
κατασχεθεῖν
Headword (normalized):
κατασχεθεῖν
Headword (normalized/stripped):
κατασχεθειν
IDX:
21845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21846
Key:
κατασχεθεῖν
Data
{'headword_display': '<b>κατασχεθεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατασχεθεῖν<LblR>ep.aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατασχεθεῖν'}