Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
κατασχολάζω
κατασωρεύω
κατασώχω
κατατᾱ́κω
View word page
κατα-σχεδιάζω
κατασχεδιάζωvb speak or act in an offhand mannermake slapdash statementsw.gen.about sthg.Plb.

ShortDef

affirm rashly of

Debugging

Headword:
κατασχεδιάζω
Headword (normalized):
κατασχεδιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασχεδιαζω
IDX:
21844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21845
Key:
κατασχεδιάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σχεδιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σχεδιάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>speak or act in an offhand manner</Def><vS2><Tr>make slapdash statements</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>about sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασχεδιάζω'}