Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
κατασχίζω
View word page
κατα-στωμύλλομαι
καταστωμύλλομαιmid.vbpf.pass.ptcpl.
κατεστωμυλμένος
rattle offargumentsAr. pf.pass.ptcpl.adj.of a personseduced by idle chatterAr.

ShortDef

to chatter

Debugging

Headword:
καταστωμύλλομαι
Headword (normalized):
καταστωμύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστωμυλλομαι
IDX:
21840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21841
Key:
καταστωμύλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στωμύλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στωμύλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.pass.ptcpl.</Lbl><Form>κατεστωμυλμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>rattle off</Tr><Obj>arguments<Au>Ar.</Au></Obj> <vSGrm><GLbl>pf.pass.ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of a person</Indic><Def>seduced by idle chatter</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταστωμύλλομαι'}