Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχήσω
View word page
κατα-στύφελος
καταστύφελοςονadjστυφελός of rockscraggy, ruggedHes. hHom.

ShortDef

very hard

Debugging

Headword:
καταστύφελος
Headword (normalized):
καταστύφελος
Headword (normalized/stripped):
καταστυφελος
IDX:
21839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21840
Key:
καταστύφελος

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στύφελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>στύφελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στυφελός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of rocks</Indic><Tr>craggy, rugged</Tr><Au>Hes. hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταστύφελος'}