Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
κατασχηματίζω
View word page
κατα-στυγέω
καταστυγέωcontr.vb be aghaston hearing bad newsIl. Hes.fr.tr.be horror-struck ata monstrous giantOd.

ShortDef

to shudder at, abhor, abominate

Debugging

Headword:
καταστυγέω
Headword (normalized):
καταστυγέω
Headword (normalized/stripped):
καταστυγεω
IDX:
21838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21839
Key:
καταστυγέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στυγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στυγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be aghast<Expl>on hearing bad news</Expl></Tr><Au>Il. Hes.<Wk>fr.</Wk></Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>be horror-struck at</Tr><Obj>a monstrous giant<Au>Od.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καταστυγέω'}