Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατάσχετος
View word page
καταστρώννῡμι
καταστρώννῡμιvbsee καταστόρνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταστρώννῡμι
Headword (normalized):
καταστρώννῡμι
Headword (normalized/stripped):
καταστρωννυμι
IDX:
21837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21838
Key:
καταστρώννῡμι

Data

{'headword_display': '<b>καταστρώννῡμι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταστρώννῡμι</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see <Ref>καταστόρνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταστρώννῡμι'}