Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
κατασφρᾱγίζομαι
View word page
κατα-στρεβλόω
καταστρεβλόωcontr.vb torturea personPlu.

ShortDef

put to torture

Debugging

Headword:
καταστρεβλόω
Headword (normalized):
καταστρεβλόω
Headword (normalized/stripped):
καταστρεβλοω
IDX:
21833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21834
Key:
καταστρεβλόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στρεβλόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στρεβλόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>torture</Tr><Obj>a person<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταστρεβλόω'}