Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
κατασφάζω
View word page
κατα-στρατοπεδεύω
καταστρατοπεδεύωvb tr., of a commanderencampone's forcesusu. w.prep.phr. in a placeX. Plb.intr.encamp, make campsts. w.adv.prep.phr.in a placeX.mid. Plb. Plu.

ShortDef

to put into cantonments, encamp

Debugging

Headword:
καταστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
καταστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταστρατοπεδευω
IDX:
21832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21833
Key:
καταστρατοπεδεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στρατοπεδεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στρατοπεδεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>tr., of a commander</Indic><Tr>encamp</Tr><Obj>one's forces<Expl>usu. <GLbl>w.prep.phr.</GLbl> in a place</Expl><Au>X. Plb.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>encamp, make camp<Expl>sts. <GLbl>w.adv.<or/>prep.phr.</GLbl>in a place</Expl></Tr><Au>X.<LblR>mid.</LblR> Plb. Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταστρατοπεδεύω'}