Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
καταστωμύλλομαι
κατασῡ́ρω
View word page
κατα-στρατηγέω
καταστρατηγέωcontr.vb outdo in generalshipoutmanoeuvrean enemy commanderPlu.pass.be outmanoeuvredPlu.w. ὑπό + gen.by an enemy commanderPlu.

ShortDef

overcome by generalship

Debugging

Headword:
καταστρατηγέω
Headword (normalized):
καταστρατηγέω
Headword (normalized/stripped):
καταστρατηγεω
IDX:
21831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21832
Key:
καταστρατηγέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στρατηγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στρατηγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>outdo in generalship</Def><Tr>outmanoeuvre</Tr><Obj>an enemy commander<Au>Plu.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be outmanoeuvred</Def><Au>Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ὑπό</Ref> + gen.</GLbl>by an enemy commander<Au>Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταστρατηγέω'}