Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
καταστυγέω
καταστύφελος
View word page
κατα-στοχάζομαι
καταστοχάζομαιmid.vb guess at, infersthg.Plb.

ShortDef

aim at

Debugging

Headword:
καταστοχάζομαι
Headword (normalized):
καταστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστοχαζομαι
IDX:
21829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21830
Key:
καταστοχάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στοχάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στοχάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>guess at, infer</Tr><Obj>sthg.<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταστοχάζομαι'}