Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφώνητος
ἀφωνίᾱ
ἄφωνος
ᾱ̓χᾱ́
Ἀχαίᾱ
Ἀχᾱ̄ΐᾱ
ἀχαιινέη
ἀχᾱΐνη
Ἀχαιός
ἀχάλῑνος
ἀχαλῑ́νωτος
ἀχάλκευτος
ἄχαλκος
ἀχᾱ́νη
ἀχανής
ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστίᾱ
ἀχάριστος
ἀχάριτος
View word page
ἀ-χαλῑ́νωτος
χαλῑ́νωτοςονadjχαλῑνόω of a horseunbridledX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχαλῑ́νωτος
Headword (normalized):
ἀχαλῑ́νωτος
Headword (normalized/stripped):
αχαλινωτος
IDX:
2182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2183
Key:
ἀχαλῑ́νωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-χαλῑ́νωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>χαλῑ́νωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χαλῑνόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>unbridled</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀχαλῑ́νωτος'}