Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
καταστρώννῡμι
View word page
καταστολή
καταστολήῆςfκαταστέλλω modesty, restraintof a person's style of dressPlu.

ShortDef

equipment, dress

Debugging

Headword:
καταστολή
Headword (normalized):
καταστολή
Headword (normalized/stripped):
καταστολη
IDX:
21827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21828
Key:
καταστολή

Data

{'headword_display': '<b>καταστολή</b>', 'content': "<NE><HG><HL>καταστολή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταστέλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>modesty, restraint<Expl>of a person's style of dress</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'καταστολή'}