Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
κατάστρωμα
View word page
κατά-στικτος
κατάστικτοςονadjστικτός of fawnskinsdappledE.

ShortDef

spotted, speckled, brindled

Debugging

Headword:
κατάστικτος
Headword (normalized):
κατάστικτος
Headword (normalized/stripped):
καταστικτος
IDX:
21826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21827
Key:
κατάστικτος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-στικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>στικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fawnskins</Indic><Tr>dappled</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάστικτος'}